εξοχικός

εξοχικός
-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι»)
2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό
α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία)
β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια τής εξοχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξοχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξοχή, που βρίσκεται έξω από την πόλη, υπαίθριος: Εξοχικό κέντρο. 2. που γίνεται στην εξοχή: Εξοχικός περίπατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”