- εξοχικός
- -ή, -ό1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι»)2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι»)3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικόα) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία)β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια τής εξοχής.
Dictionary of Greek. 2013.